-
1 ὀνειρό-πλαστος
ὀνειρό-πλαστος, im Traume gebildet, Sp.
-
2 ὀνειρό-πληξ
ὀνειρό-πληξ, ηγος, = Vorigem, Philo, vgl. Lob. Phryn. 611.
-
3 ὀνειρό-πληκτος
ὀνειρό-πληκτος, vom Traume getroffen, erschreckt, VLL.
-
4 ὀνειρό-σοφος
ὀνειρό-σοφος, traumkundig, Tzetz.
-
5 ὀνειρό-φρων
ὀνειρό-φρων, sich auf Träume verstehend, Traumdeuter, Eur. Hec. 708.
-
6 ὀνειρό-φαντος
ὀνειρό-φαντος, im Traume erschienen, dem Traume ähnlich, δόξαι, Aesch. Ag. 409.
-
7 ὀνειρό-μαντις
ὀνειρό-μαντις, aus Träumen wahrsagend, der Traumdeuter, Aesch. Ch. 33.
-
8 ὀνειρο-πόλος
ὀνειρο-πόλος, der sich mit Träumen beschäftigt, bes. um die Zukunft daraus vorherzusagen, der Traumdeuter; Il. 1, 63; γέρων, 5, 149; nach Schol. zur ersteren Stelle aber genauer der, welcher die Träume hat.
-
9 ὀνειρο-πόλησις
ὀνειρο-πόλησις, ἡ, das Verkehren mit Träumen, das Träumen, Sp.
-
10 ὀνειρο-πόλημα
ὀνειρο-πόλημα, τό, der Traum, Clem. Al.
-
11 ὀνειρο-πομπός
ὀνειρο-πομπός, Träume sendend, Euseb.
-
12 ὀνειρο-ποιός
ὀνειρο-ποιός, Träume hervorbringend, Tzetz.
-
13 ὀνειρο-πολικόν
ὀνειρο-πολικόν, τό, das Weissagen aus Träumen, Plut. plac. phil. 5, 1.
-
14 ὀνειρο-πολέω
ὀνειρο-πολέω, mit Träumen verkehren, träumen; Ar. Equ. 806; ἵππους, von Pferden träumen, Nubb. 16; Plat. Tim. 52 b, träumerisch sein; τὸν νῦν βίον ὀνειροπολοῦντα καὶ ὑπνώττοντα, Rep. VII, 534 c; auch übertr., πολλὰ τοιαῦτα ὀνειροπολεῖ ἐν τῇ γνώμῃ, Dem. 4, 49, von thörichten Einbildungen; Sp., wie Plut. u. Luc. Gall. 32, τάλαντα Herc. cond. 20; daher pass., ὀνειροποληϑέντα πλοῠτον ἀπολιπόντες, Mort. D. 5, 2; so im praes. S. Emp. pyrrh. 3, 240. 273; auch ὀνειροπολούμενος ταῖς τῶν Μακεδόνων ἀρεταῖς, im Traume erschreckt, D. Sic. 17, 31. – Aber med. – act., ἄνϑρωπον ὀνειροπολεῖται, S. Emp. adv. log. 2, 57.
-
15 ὀνειρο-πολία
ὀνειρο-πολία, ἡ, = Vorigem, Plat. Epin. 985 c.
-
16 ὀνειρο-σκόπος
ὀνειρο-σκόπος, Träume betrachtend und prüfend, Traumdeuter, Poll.
-
17 ὀνειρο-σκοπικός
ὀνειρο-σκοπικός, den Traumdeuter betreffend, Sp.
-
18 ὀνειρο-τόκος
ὀνειρο-τόκος, Träume hervorbringend, λέκτρα, Nonn. D. 10, 264.
-
19 ὀνειρο-φόβος
ὀνειρο-φόβος, mit Träumen schreckend, Tzetz.
-
20 ὀνειρο-φαντασία
ὀνειρο-φαντασία, ἡ, Traumerscheinung, Artemid. 4, 63.
См. также в других словарях:
όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… … Dictionary of Greek
όνειρο — το 1. οπτασία κατά τον ύπνο: Και με μιας ξυπνά απ τ όνειρο (Δροσίνης). 2. φανταστικό γεγονός. 3. μτφ., φανταστικό πλάσμα, ονειροπόλημα: Όνειρα βλέπεις και στον ξύπνο σου. 4. απραγματοποίητη ελπίδα: Τ όνειρότου ήταν να γίνει πλούσιος, αλλά πέθανε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Giro Apo T'Oneiro — Γύρω Από Τ Όνειρο Studio album by Elena Paparizou Released … Wikipedia
ύπαρ — και αιολ. τ. ἴπαρ, αρος, τὸ, Α (συν. άκλ.) 1. οπτασία, όραμα που βλέπει κανείς ξύπνιος, σε κατάσταση εγρήγορσης, σε αντιδιαστολή προς το ὄναρ («ἵνα ὕπαρ ἀντ ὀνείρατος ἡμῑν γίγνηται», Πλάτ.) 2. (ως επίρρ.) α) σε κατάσταση εγρήγορσης β) πράγματι,… … Dictionary of Greek
San Ena Oneiro — Σαν ενα Όνειρο … Википедия
όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… … Dictionary of Greek
Óneiro tou glyptoú — Pygmalion et Galatée, par Girodet (1819), Musée du Louvre Données clés … Wikipédia en Français
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek
Oneiro tou glyptou — Óneiro tou glyptoú Óneiro tou glyptoú (en grec Όνειρο του γλυπτού) est un film grec réalisé par Lou Tellegen, sorti en 1930. Le titre Όνειρο του γλυπτού signifie « Le Rêve du sculpteur » : le film reprend le thème du mythe de… … Wikipédia en Français
Quartier Le Rêve — Données clés Titre original Συνοικία το όνειρο (Synikia to oniro) Réalisation Alekos Alexandrakis Scénario Tassos Livaditis Kostas Kotzias Sociétés de production … Wikipédia en Français